Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

ΚΟΜΑΝΤΟ ΜΕ ΜΠΛΑΚΜΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Σκούρα αυστηρά κοστούμια, άσπρα πουκάμισα, ουδέτερες γραβάτες και μαύρα παπούτσια. Αυτή είναι η στολή των στελεχών της Goldman Sachs που, κοντοκουρεμένα και φρεσκοξυρισμένα, έχουν μία μόνο αποστολή, να κάνουν την εταιρεία πιο πλούσια. Είναι οι νέοι «οικονομικοί δολοφόνοι».

Θύματα της οικονομικής διαπλοκής: «Δώστε πίσω τα λεφτά».Θύματα της οικονομικής διαπλοκής: «Δώστε πίσω τα λεφτά».Οι εργασιομανείς του τραπεζικού κολχόζ, που τρώνε, κοιμούνται και κάνουν έρωτα δίπλα στο Blackberry, σαν καλογυμνασμένοι κομάντο των επενδύσεων, έτοιμοι πάντα να εισβάλουν στις αγορές.

«Η Goldman Sachs δεν είναι μόνο μια μηχανή που παράγει κέρδη, είναι ένας τρόπος ζωής» αποφαίνεται ο Μαρκ Ροσέ, ο γάλλος δημοσιογράφος που έγραψε την ερευνα «Η Τράπεζα. Πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο». Σε αυτό το βιβλίο, που κυκλοφορεί αύριο από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», σε μετάφραση Αριστέας Κομνηνέλλη, ο ανταποκριτής της γαλλικής «Le Monde» στο Λονδίνο και συνεργάτης της «Guardian» και της «Independent» εξηγεί πώς μια τράπεζα έφτασε να διοικεί την παγκοσμιοποιημένη πια οικονομία με απόλυτη μυστικότητα.

«Αυτή η τράπεζα συνδέεται άμεσα η έμμεσα με όλα τα γεγονότα, από τη "φούσκα" των εταιρειών του Ιντερνετ και την πτώση του ευρώ, μέχρι τη διαχείρηση των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου και την πετρελαιοκηλίδα της ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού» εξηγεί ο Ροσέ στις συνεντεύξεις του. «Δεν οφείλει την ισχύ της μόνο στο γεγονός ότι είναι ένα σουπερμάρκετ για τραπεζικές υπηρεσίες, αλλά κυρίως στη μακρόχρονη εμπειρία της, στο δίκτυο επιρροών που της εξασφαλίζουν τα πρώην στελέχη της και, φυσικά, στο προσωπικό της».

Ο κατάλογος των προϋποθέσεων που θέτει η τράπεζα για την επιλογή των στελεχών είναι εύγλωττος: «Η ακεραιότητα και η τιμιότητα βρίσκονται στην καρδιά της επιχείρησής μας. Προσδοκούμε από τους υπαλλήλους μας να είναι άμεμπτοι από ηθικής απόψεως σε οτιδήποτε κάνουν, είτε πρόκειται για την επαγγελματική τους ζωή είτε για την προσωπική».

Κάθε αυτοκρατορία χρειάζεται έναν ισχυρό στρατό. Και η Goldman Sachs έχει τους δικούς της αφοσιωμένους μαχητές. Οπλισμένα με μεγάλη φιλοδοξία, ομαδικό πνεύμα και συνεχή επιμόρφωση, τα φιλόδοξα στελέχη ρίχνονται στον αγώνα. Οι ματαιόδοξοι αριβίστες, οι εκκεντρικοί ατομιστές ή οι κοκαϊνομανείς γιάπηδες αποκλείονται. Οι υπερβολές, όπως τα ιδιωτικά αεροπλάνα ή οι υπηρεσιακές λιμουζίνες, απαγορεύονται, ενώ κάθε είδους ερωτικό σκάνδαλο μπορεί να στοιχίσει την καριέρα κάθε νεόκοπου στελέχους. Ακόμα και οι διακοπές θεωρούνται δείγμα εγωισμού και σπατάλης ενέργειας. Αλλωστε, τα στελέχη δεν θα ζήσουν για πάντα δουλεύοντας με τους ίδιους εξοντωτικούς ρυθμούς.

Ο μέσος όρος παραμονής τους στην τράπεζα είναι περίπου μία δεκαετία. Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας απαιτεί συνεχή ηλικιακή ανανέωση του προσωπικού. Αλλωστε, όταν αποστρατεύονται, τα στελέχη έχουν ήδη εξασφαλίσει μια μικρή περιουσία χάρη στους υψηλούς μισθούς, που συμπληρώνονται με μπόνους. Τότε μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πολιτική, την ακαδημαϊκή κοινότητα ή να αναλάβουν θέσεις σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οπως ο Τζόσουα Μπόλτεν, διευθυντής των νομικών υποθέσεων της τράπεζας στο Λονδίνο, που έγινε διευθυντής του γραφείου του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ την εποχή της προεδρίας του και τώρα διδάσκει στο Πρίνστον. Ή ο Ρόμπερτ Ρούμπιν, που ήταν συμπρόεδρος της Goldman Sachs, πριν γίνει υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον. Αν και η πιο χαρακτηριστική περίπτωση παραμένει ο Χένρι Πόλσον, γενικός διευθυντής της τράπεζας, που έγινε υπουργός Οικονομικών του Μπους και ουσιαστικά ήταν ο υπεύθυνος για το κραχ του 2008, από το οποίο όμως διασώθηκε η παλιά του τράπεζα.

«Απόψε τα αστεία έχουν για σπόνσορα την Goldman Sachs. Και μη σας νοιάζει γι' αυτήν: είτε γελάσετε, είτε όχι, εκείνη θα κερδίσει χρήματα». Αυτό ήταν το αστείο του Μπάρακ Ομπάμα στο παραδοσιακό γεύμα του προέδρου με τους δημοσιογράφους στις 2 Μαΐου του 2010. Ο σαρκαστικός υπαινιγμός του δεν ήταν τυχαίος. Η Goldman Sachs -πλουσιοπάροχος χρηματοδότης των Δημοκρατικών- ήταν η τράπεζα που εφάρμοσε τη ρήση του Τζον Κένεντι ότι «κάθε κρίση είναι μια νέα ευκαιρία». Βγήκε αλώβητη από τη Μαύρη Δευτέρα, τον Σεπτέμβριο του 2008, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να εξοντώσει τους ανταγωνιστές της και να πολλαπλασιάσει τα κέρδη της με την κρατική βοήθεια που μοιράστηκε αφειδώς στις τράπεζες μέσα στον πανικό των ημερών.

Το όνομά της άρχισε να εμφανίζεται συχνά στα μέσα ενημέρωσης μόνο όταν η Επιτροπή Ελέγχου Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ κατέθεσε αγωγή για απάτη κατά της τράπεζας, τον Απρίλιο του 2010. Και μάλιστα μία μέρα πριν η Goldman Sachs εγκαινιάσει τα καινούρια γραφεία της στο νότιο Μανχάταν, κόστους 2,1 δισ. δολαρίων. Τότε ήταν που οι αμερικανοί γερουσιαστές προσπάθησαν να κατανοήσουν τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των τραπεζών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Και ένας από αυτούς συμπέρανε εύστοχα: «Αυτό δεν είναι η Γουόλ Στριτ αλλά το Λας Βέγκας».

Αλλωστε η ίδια η τράπεζα περιγράφει στις αρχές της την ικανότητά της να ελίσσεται. Πολύ πιο κομψά φυσικά: «Δίνουμε ιδιαίτερο βάρος στη δημιουργικότητα και τη φαντασία» γράφει. «Ακόμα και αν αναγνωρίζουμε ότι η παλιά μέθοδος μπορεί κάποιες φορές να είναι η καλύτερη, προσπαθούμε πάντα να βρίσκουμε λύση προσαρμοσμένοι στα προβλήματα των πελατών μας, και είμαστε περήφανοι που εισαγάγαμε πρακτικές και τεχνικές που σήμερα έχουν καθιερωθεί στον κλάδο μας».

Δεν είναι αβάσιμη η έπαρση της τράπεζας σχετικά με τις νέες πρακτικές και τεχνικές. Ηδη στη διάσημη μελέτη του «Το μεγάλο Κραχ του 1929» (Εκδόσεις Λιβάνη- «Νέα Σύνορα»), ο κορυφαίος οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ τής είχε αφιερώσει ολόκληρο κεφάλαιο με τον ειρωνικό τίτλο «Εμπιστευόμαστε την Goldman Sachs». Εκεί, αφού εξηγεί τον ρόλο των επενδυτικών τραστ στην ξέφρενη κερδοσκοπία που οδήγησε στο κραχ του χρηματιστηρίου, συμπληρώνει: «Δεν μπορείς όμως να μην εντυπωσιαστείς από τη φαντασία που επινόησε αυτή την απόλυτη τρέλα».

Για τον Ροσέ, η Goldman Sachs εφάρμοζε σε κάθε εποχή το δόγμα της προσαρμογής στις επιταγές των καιρών. Ο Μάρκους Γκόλντμαν, ο πρόσφυγας δάσκαλος από τη Βαυαρία, έβαλε τη βάση για την τράπεζα η οποία πήρε το όνομά του, με χρήματα που κέρδισε από την ύφεση που ακολούθησε τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Βορείων και Νοτίων. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η τράπεζα στιγματίστηκε ως γερμανόφιλη, αλλά εκμεταλλεύθηκε την οικονομική ευφορία που ακολούθησε τον τερματισμό του Πολέμου. Απαξιώθηκε και περιθωριοποιήθηκε μέσα στη λαίλαπα της κρίσης του 1929, αλλά επέστρεψε στην κορυφή στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου υποστηρίζοντας τον Ρούζβελτ και αντλώντας κέρδη από τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση.

«Τα πλεονεκτήματά μας είναι η πελατεία μας, το κεφάλαιό μας και η φήμη μας. Στην περίπτωση που κάποιο από τα δυο πρώτα χαθεί, το τελευταίο είναι πολύ δύσκολο να ξανακερδηθεί». Είναι η δεύτερη από τις αρχές της τράπεζας. Ετσι η Goldman Sachs φαίνεται να ξεχνάει το ρόλο της δημοσιότητας. Μπορεί η τράπεζα να λειτουργούσε μέχρι τώρα μέσα σε μια συμφωνία σιωπής, όπου κάθε συναλλαγή πραγματοποιούνταν με απόλυτη εχεμύθεια. Ομως είχε υπολογίσει χωρίς τη δύναμη του Ιντερνετ και την οργή των εξαπατημένων επενδυτών. Από τον Σεπτέμβριο του 2008, οικονομικά blogs, τα περισσότερα βασισμένα σε ανώνυμες πηγές, άρχισαν να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με τον κυρίαρχο ρόλο της στην κρίση. Τη σκυτάλη πήρε ο αμερικανικος τύπος και η Goldman Sachs βρέθηκε εκτεθειμένη να απολογείται για τη «λασπολογία εναντίον της». Και για την ώρα αμύνεται απλώς διατυμπανίζοντας το φιλανθρωπικό της έργο.

Την ιδια σιωπή κράτησε και για την έρευνα του Ροσέ. «Είναι η μόνη μη εγκεκριμένη βιογραφία της τράπεζας» περηφανεύεται ο ίδιος στον πρόλογο. Μέχρι τώρα υπήρχαν μόνο δυο αγιογραφίες της Goldman Sachs. Οταν όλοι οι υπεύθυνοι της τράπεζας αρνήθηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις του, ο Ροσέ στράφηκε για τις απαραίτητες πληροφορίες σε ανταγωνιστές και πρώην στελέχη. Από εκεί αντλεί τα στοιχεία του. Τέλος στον επίλογο δεν διστάζει να αναγνωρίσει την ικανότητα της τράπεζας να διατηρεί το κύρος της και τα κεφάλαιά της σε μια εποχή οικονομικής αβεβαιότητας, όπως η σημερινή.

Στην ουσία όμως, ο συγγραφέας περιγράφει την εξέλιξη των αποκαλούμενων «οικονομικών δολοφόνων». Στη δεκαετία του 1970 ο όρος αφορούσε τους επιτήδειους πράκτορες των ΗΠΑ που οργάνωναν πραξικοπήματα σε χώρες -κυρίως της Λατινικής Αμερικής- και λεηλατούσαν τον φυσικό τους πλούτο μέσω των πολυεθνικών. Ομως οι σύγχρονοι οικονομικοί δολοφόνοι δεν καταλύουν δημοκρατίες, ούτε εξοντώνουν πολιτικούς αντιπάλους. Απλώς τζογάρουν στο χρέος μιας χώρας και αφήνουν τους πολιτικούς της ηγέτες να τα βγάλουν πέρα. Είτε χρεοκοπήσει η χώρα, είτε ανακάμψει η οικονομία της, η τράπεζα βγαίνει κερδισμένη. Στο κάτω κάτω, η μόνη της υποχρέωση είναι να φέρει κέρδη στους επενδυτές της, χωρίς να αποκαλύπτει τις μεθόδους της.

ΕΛΛΑΔΑ, ΧΩΡΑ ΓΙΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ

ΤΟ 2001 η Goldman Sachs δεν ασχολούνταν με την Ελλάδα.

Οι προοπτικές μεγάλου κέρδους διαφαίνονταν στην ενωμένη πια Γερμανία, τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την Ασία που γιγαντωνόταν οικονομικά, με κορυφαία την Κίνα. Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο της έρευνάς του, ο Ροσέ αναφέρεται στην εμπλοκή της τράπεζας με το χρέος της Ελλάδας ως «μια συμφωνία που ξεπέρασε τα όρια». Κατ' αυτόν, ο καταλύτης ήταν η Αντιγόνη Λουδιάδη. Ενα στέλεχος της Goldman Sachs International, στο Σίτι του Λονδίνου, απόφοιτος της Οξφόρδης, «εργασιομανής και τυραννική με τους συνεργάτες της», που πρότεινε στους ανωτέρους της να «καμουφλάρουν» το χρέος της χώρας, ώστε το 2002 με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη να μπει χωρίς προβλήματα στην ζώνη του ευρώ.

Οπως υποστηρίζει ο Ροσέ, η Goldman Sachs δέχτηκε να κάνει ένα «νομότυπο φτιασίδωμα», ώστε οι στρατιωτικές δαπάνες να μη συμπεριληφθούν στο σύνολο των δημόσιων δαπανών της χώρας. Προσθέτει όμως ότι και η Ιταλία προέβη σε μια ανάλογη διευθέτηση του χρέους της, με την αρωγή της JP Morgan, της γνωστής αμερικανικής τράπεζας. Ομως για την Goldman Sachs η Ελλάδα ήταν ιδανική χώρα για κερδοσκοπικά παιχνίδια, καθώς «το Χρηματιστήριο δεν διαθέτει αποτρεπτικούς κανόνες, το κράτος θολώνει το οικονομικό παιχνίδι και οι δαιδαλώδεις συμφωνίες μετόχων είναι ο κανόνας».

Καθώς η φύση του χρέους της είναι πρόσφορη για κερδοσκοπία, καθιστά την Ελλάδα ιδανική για συναλλαγές που μοιάζουν με στοιχήματα. Η συνδρομή της Goldman Sachs έδινε στη χώρα «τη δυνατότητα να εξαφανίσει προσωρινά τα δισεκατομμύρια ευρώ του χρέους της». Μακροπρόθεσμα φυσικά, όπως το θέτει γλαφυρά ο Ροσέ, «η χώρα έγινε ένας λαθρεπιβάτης στη Νομισματική Ενωση».

Στον επίλογο της έρευνάς του είναι ακόμα πιο κατηγορηματικός: Η ελληνική κυβέρνηση ήταν αυτή που απαιτούσε οικονομικά τεχνάσματα ώστε να εξασφαλίσει την είσοδό της στη ζώνη του ευρώ. Η Goldman Sachs ήταν η τράπεζα-εκτελεστής των εντολών της. Και τελικά, όπως γνωρίζουμε τώρα, εκτέλεσε, όντως, την ελληνική οικονομία...

www.enet.gr


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;